Κώστας Αλεξίου - Το φαινόμενο Μπάμπι

Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο 25ο τεύχος τους περιοδικού «Ευτοπία» τον Φεβρουάριο του 2018.
Εικόνα
Το φαινόμενο Μπάμπι
Λεζάντα εικόνας
Tyrus Wong, "Bambi" (π. 1941).
Body

Τον τελευταίο αιώνα εμφανίστηκαν πολλοί ήρωες βιβλίων και ταινιών που προκάλεσαν αίσθηση με το μήνυμά τους υπέρ των ζώων. Ενδεικτικά αναφέρω τους τίτλους Στον λόφο του Γούοτερσιπ, Η μαύρη καλλονή, Ο απίθανος κύριος Φοξ, Σιλόχ, Βουκ το γενναίο αλεπουδάκι, Οι ήρωες του δάσους, Μόμπι Ντικ. Όλοι οι ήρωες αυτών των (αντικυνηγετικών, κατά βάση) βιβλίων και ταινιών στάθηκαν αγέρωχοι απέναντι στον άνθρωπο που τους καταπίεζε και επιζητούσε την εξόντωσή τους, κέρδισαν μια άνιση μάχη και έκαναν τους θεατές και τους αναγνώστες να δακρύσουν και να μπουν σε μια διαδικασία εσωτερικής αξιακής αναζήτησης. Με τον καιρό, ωστόσο, όλοι τους χάθηκαν μέσα στην πληθώρα των υπόλοιπων σχετικών ή άσχετων τίτλων. Υπάρχει ένας χαρακτήρας, όμως, του οποίου η επιρροή στο κοινό όχι μόνο ξεπέρασε τα συνηθισμένα όρια αλλά διατηρήθηκε και σε ένα βάθος χρόνου που φτάνει τα 85 χρόνια τώρα, παίρνοντας διαστάσεις φαινομένου. Αυτός ο χαρακτήρας είναι ο Μπάμπι.

Ο Μπάμπι εμφανίστηκε πρώτη φορά στην Αυστρία του 1923 μέσα από το μυθιστόρημα Bambi. Eine Lebensgeschichte aus dem Walde.* Το βιβλίο επανατυπώθηκε το 1926 και το 1928 κυκλοφόρησε στην Αμερική μεταφρασμένο στα αγγλικά. Η αγγλική έκδοση ήταν πολυαναμενόμενη και προτού διατεθεί προς πώληση είχε ήδη προπουλήσει 50.000 κομμάτια. Σύντομα ο Ουόλτ Ντίσνεϊ αγόρασε τα δικαιώματα του βιβλίου και άρχισε να ετοιμάζει την ταινία. Η ταινία ήταν υπερπαραγωγή για την εποχή: χρησιμοποιήθηκαν καινοτόμες τεχνικές αλλά και εκατοντάδες χιλιάδες ζωγραφιές, οι οποίες φτιάχτηκαν ύστερα από ενδελεχή παρατήρηση της αμερικανικής φύσης και της κινησιολογίας δύο ελαφιών που φιλοξενούνταν γι’ αυτό τον λόγο στις εγκαταστάσεις του Ντίσνεϊ. Ύστερα από έξι χρόνια σοβαρότατης προετοιμασίας, τον Αύγουστο του 1942 ο Μπάμπι βρέθηκε στη μεγάλη οθόνη.

Οι αντιδράσεις απέναντι στον Μπάμπι φάνηκαν από πολύ νωρίς. Πριν από την προβολή της ταινίας, ο εκδότης του κυνηγετικού περιοδικού Outdoor life επικοινώνησε με τον Ντίσνεϊ και του ζήτησε να προστεθεί στην αρχή της ταινίας ένα μήνυμα, στο οποίο θα αναφέρεται ότι η ταινία δεν είναι αντιπροσωπευτική των Αμερικανών κυνηγών. Ο Ντίσνεϊ του απάντησε, μάλλον περιπαιχτικά, ότι η ιστορία του Μπάμπι διαδραματίζεται στην Αυστρία και όχι στην Αμερική, ως εκ τούτου δεν συντρέχει λόγος παρεξήγησης. Ο εκδότης επανήλθε λέγοντας ότι το ελάφι της ταινίας είναι ξεκάθαρα το αμερικανικό και όχι το ευρωπαϊκό, και αφού δεν έλαβε ποτέ απάντηση από τον Ντίσνεϊ στη συνέχεια κήρυξε τον πόλεμο στον Μπάμπι, χαρακτηρίζοντάς τον ως «τη μεγαλύτερη προσβολή οποιασδήποτε μορφής που έχουν δεχτεί ποτέ οι Αμερικανοί κυνηγοί» και καλώντας τους κυνηγούς να δώσουν αγώνα σε προσωπικό επίπεδο.

Ο Ντίσνεϊ, θέλοντας να τιμήσει έναν υπάλληλό του που του είχε προτείνει τη μεταφορά του Μπάμπι στη μεγάλη οθόνη και καταγόταν από την πολιτεία του Μέιν, σχεδίαζε να κάνει την πρώτη προβολή της ταινίας στη γενέτειρά του, όμως οι φορείς της πολιτείας αρνήθηκαν, φοβούμενοι τη δυσαρέσκεια του κυνηγετικού πληθυσμού της περιοχής. Ο Μπάμπι φυσικά βρήκε τρόπο να βγει στις κινηματογραφικές αίθουσες και κάπου εκεί ξεκίνησε και η διάδοση του φαινομένου. Όταν αναφερόμαστε σε φαινόμενο Μπάμπι, έναν όρο αρκετά διαδεδομένο πλέον για να έχει το δικό του λήμμα στη Wikipedia και να υπάρχει ως τίτλος σε επιστημονικές δημοσιεύσεις, συνοπτικά εννοούμε τον άκρατο συναισθηματισμό που συνοδεύει την αντίθεση στο κυνήγι και στη θανάτωση ζώων, ιδίως όσον αφορά τα «όμορφα» είδη, σε συνδυασμό με την έλλειψη επιχειρημάτων.

Το 1943, μόλις έναν χρόνο μετά την πρώτη προβολή της ταινίας, ο Άλντο Λίοπολντ, πρωτοπόρος επιστήμονας στον κλάδο της λεγόμενης περιβαλλοντικής διαχείρισης, πρότεινε στον αρμόδιο φορέα τη μείωση του πληθυσμού (αγγλιστί culling, όπως κατ’ ευφημισμό αποκαλούν τη θανάτωση οι επαγγελματίες του περιβάλλοντος) των ελαφιών σε μια περιοχή του Ουισκόνσιν. Η πρόταση έπεσε στο κενό και γι’ αυτό, σύμφωνα με τον βιογράφο του Λίοπολντ, ευθύνεται η αντίδραση του κόσμου. Κάποια χρόνια αργότερα, ο κόσμος αντέδρασε και στο ενδεχόμενο ελεγχόμενων πυρκαγιών εντός των εθνικών πάρκων, φοβούμενος τη μοίρα των τετράποδων κατοίκων του δάσους. Τελικά, κάποια χρόνια αργότερα ο Μπάμπι κατέληξε να είναι σύμβολο της δασικής υπηρεσία των Ηνωμένων Πολιτειών στη μάχη κατά των πυρκαγιών, ενώ όταν το 1988 ξεκίνησε μια εκστρατεία χρήσης αντισυλληπτικών μέσων από πολέμιους του κυνηγιού για τη μείωση του πληθυσμού των ελαφιών, ο «υπεύθυνος προβολής» της εκστρατείας ήταν ο Μπάμπι.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 η ανθρωπολόγος Elizabeth Atwood Lawrence υπογράμμιζε σε μια εργασία της πόσο περήφανοι είναι οι κτηνοτρόφοι που αφήνουν τα ελάφια εν μέσω του κρύου χειμώνα να τρώνε τα ακριβοπληρωμένα τους άχυρα. Το 1990 στη βόρεια Καλιφόρνια οι δημοσκοπικές έρευνες έδειξαν ότι οι πολίτες δυσφορούσαν περισσότερο με τις επιθέσεις των πούμα σε ελάφια παρά με τις επιθέσεις τους σε μικρά παιδιά. Την ίδια εποχή και λίγες εκατοντάδες χιλιόμετρα πιο μακριά, ο κόσμος ήταν αντίθετος στη μείωση των αριθμών των ελαφιών παρόλο που ήταν φορείς βορρελίωσης, μιας σοβαρής ασθένειας κολλητικής και στον άνθρωπο.

Μέσα σε ένα πιο κλασικό πολιτικό πλαίσιο, αξίζει να αναφερθεί επίσης ότι κατά τη δεκαετία του ’90 ο Μπάμπι υπήρξε η βασική φιγούρα του κινήματος ενάντια στην οπλοκατοχή και στην Εθνική Ένωση Όπλων, και πρωταγωνίστησε σε διάφορα σκίτσα. Σε ένα άρθρο του κυνηγετικού περιοδικού Field and Stream το 1980, ο Μπάμπι είχε προσδιοριστεί πολιτικά ως αριστερή φυσιογνωμία. Για τον αρθρογράφο, ο φιλελεύθερος** Ζάλτεν «δεν μπορούσε να αντιληφθεί την ψυχρή πραγματικότητα της φύσης». Αυτή η προσέγγιση, για τον αρθρογράφο πάντα, ήταν και το βασικό ερέθισμα του κομμουνιστή –εκείνη την εποχή- Ουίτακερ Τσέιμπερς για να μεταφράσει τον Μπάμπι στα αγγλικά. Μέσα σε μια στήλη του ίδιου περιοδικού, παρεμπιπτόντως, λίγα χρόνια αργότερα εκφράστηκε η κοινή δυσαρέσκεια πολλών κυνηγών για τα ειρωνικά σχόλια που ακούνε στα αεροδρόμια της χώρας όταν μεταφέρουν τις καραμπίνες τους σε κοινή θέα, με κυρίαρχο χαρακτηρισμό το «Bambi-killers». Η πρώτη ίσως, όμως, πολιτική παρομοίωση του Μπάμπι ήταν το καλοκαίρι του 1942 όταν μέσα από τις σελίδες του Audubon Magazine διατυπώθηκε ότι ο αντίκτυπος του Μπάμπι στην πραγματική περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση είναι αντίστοιχος με εκείνον της Καλύβας του Μπαρμπα-Θωμά στην κατάργηση της δουλείας.

Πολύ πρόσφατα, τέλος, σε έρευνες που «χρεώνουν» στα ελάφια έναν λογαριασμό που φτάνει τα τέσσερα δις δολάρια ετησίως από τις συγκρούσεις τους με αυτοκίνητα στους επαρχιακούς δρόμους, συνέπεια της ραγδαίας αύξησης του πληθυσμού τους, η πλειονότητα των Αμερικανών αντέδρασε με μια αδιαφορία μάλλον παγερή. Πολλοί, αντίθετα, αναρωτήθηκαν τι συνέβη στους –εξολοθρευμένους– φυσικούς θηρευτές των ελαφιών.

Αυτή η σκληροπυρηνική γραμμή υπέρ των ζώων ήταν που ανάγκασε κάποια στιγμή και τον Τομ Ρέιγκαν, βασικό θεωρητικό των δικαιωμάτων των ζώων, να δηλώσει –απαντώντας σε επιθέσεις που δεχόταν και προς υπεράσπιση των θέσεων του–, πως δεν είναι, ούτε αυτός ούτε οι ακτιβιστές του κινήματος, τίποτα τρελοί αγράμματοι που τους έχει κυριεύσει το φαινόμενο Μπάμπι, απαιτώντας να ληφθούν σοβαρά υπόψη οι τοποθετήσεις τους.

Από το 1923 μέχρι σήμερα έγιναν αρκετές ανατυπώσεις και επανεμφανίσεις στη μεγάλη οθόνη του Μπάμπι. Παιδιά έβγαιναν από τους κινηματογράφους κλαίγοντας, μισώντας τους κυνηγούς και λατρεύοντας τα ζώα, εκβιάζοντας συναισθηματικά τους κυνηγούς πατέρες τους και σε πολλές περιπτώσεις κάνοντας το πρώτο βήμα προς το κίνημα των δικαιωμάτων ζώων (μια διάσημη περίπτωση είναι ο Πολ Μακάρτνεϊ). Οι περιπτώσεις, επιπλέον, ειλικρινούς μεταμέλειας και μεταστροφής κυνηγών δεν ήταν μεμονωμένες. Η ισόβια επίδραση του τραύματος που έχει προκαλέσει ο Μπάμπι σε εκατομμύρια κόσμου αποτυπώθηκε πρόσφατα σε μια ψηφοφορία, κατά την οποία ο Μπάμπι ανήκει στις 25 πιο τρομαχτικές ταινίες του προηγούμενου αιώνα (παρόλο που σε σύγκριση με το βιβλίο η ταινία είναι μάλλον χαρούμενη).*** Οι κυνηγοί ξόδεψαν πολύ μελάνι γράφοντας δεκάδες άρθρα στα περιοδικά τους, σε μια προσπάθεια να αποδομήσουν την ιστορία του Μπάμπι παρουσιάζοντάς την ως μια ανορθολογική και αντιεπιστημονική προσέγγιση, αλλά και να χλευάσουν όσους «πάσχουν» από το φαινόμενο. Και αν, όπως ορθά μπορεί να ισχυριστεί κάποιος, οι αμιγώς συναισθηματικές προσεγγίσεις που ανακύπτουν από το φαινόμενο Μπάμπι στερούνται διαχειριστικής λογικής και δεν μπορούν να αποτελέσουν σφαιρική προσέγγιση απέναντι σε περίπλοκα οικολογικά ζητήματα, σίγουρα αποτέλεσαν και συνεχίζουν να αποτελούν ένα υπολογίσιμο αντίβαρο στη στυγνή λογική της γραφειοκρατικής ανθρωποκεντρικής οικολογίας που λειτουργεί με μοναδικό γνώμονα το κέρδος.
 

* Για την ελληνική έκδοση βλ. Ζάλτεν, Φίλιξ, Μπάμπι: Η ιστορία μιας ζωής μέσα στο δάσος, μτφρ: Κώστας Αλεξίου, Κυαναυγή, Αθήνα 2016.
** Στα πολιτικά δρώμενα της Αμερικής ο αριστερισμός και ο φιλελευθερισμός είναι όροι σχεδόν ταυτόσημοι.
*** Ενδεχομένως ο Ντίσνεϊ περισσότερο να αναγκάστηκε παρά να ήθελε να συμβεί αυτό. Οι κομμένες (σκληρές) σκηνές που δεν περιελήφθησαν στην ταινία ήταν αρκετές. Επίσης, σε μια πειραματική προβολή που έγινε πριν από την πρώτη προβολή και στην οποία το φινάλε της ταινίας ήταν ίδιο με το εκείνο του βιβλίου, οι μαρτυρίες των παρευρισκομένων λένε ότι οι 400 θεατές της ταινίας εκτινάχτηκαν από τις θέσεις τους σοκαρισμένοι. Η ταινία, όμως, υποτίθεται απευθυνόταν σε παιδικό κοινό και τέτοιες σκηνές ήταν υπερβολικές.

 

Πηγές: Robin Marrey & Joseph Heumann, "How ‘Bambi’ Hoowinked American Environmentalists", What it Means to Be American, 2016.
Matt Cartmill, A View to a Death in the Morning, Harvard University Press, Κέιμπριτζ 1993.
Ralph Lutts, "The Trouble with Bambi", Forest & Conservation History, τ. 36, τχ. 4, Οκτώβριος 1992.

24/04/2021
Διαχείριση Κυαναυγής