Ζώα και άνθρωπος στο «Περί Φύσεως» του Λουκρήτιου

Ομιλία του Παναγιώτη Τσιαμούρα στο 13ο Πανελλήνιο Συμπόσιο Επικούρειας Φιλοσοφίας (Πολιτιστικό Κέντρο Γέρακα, Σάββατο 11 & Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2023).
Εικόνα
Ζώα και άνθρωπος στο «Περί Φύσεως» του Λουκρήτιου
Body

Έχει σημειωθεί ότι το Περί Φύσεως του Λουκρήτιου αποτελεί ένα ανοιχτό πεδίο προβληματισμών: πραγματεύεται ζητήματα φυσικής, βιολογίας, μετεωρολογίας κ.ά. και δικαιολογημένα έχει τραβήξει το ενδιαφέρον των αντίστοιχων μελετητών. Από την πλευρά μου επιχείρησα να εστιαστώ σε μία πλευρά του έργου που τα τελευταία χρόνια απασχολεί συνεχώς περισσότερο τους ερευνητές. Πρόκειται για τον τρόπο με τον οποίο στο De rerum natura παρουσιάζονται τα μη ανθρώπινα πλάσματα, καθώς η ιδιαίτερη προσέγγιση που επιχειρεί ο ρωμαίος ποιητής-φιλόσοφος έχει σημαντικές επιπτώσεις και για τον άνθρωπο, αφού τον θέτει σε ένα οριζόντιο-παρατακτικό επίπεδο με τα άλλα πλάσματα, απορρίπτοντας κάθε αξίωση περί οντολογικών πρωτείων του. Η σημασία της οπτικής του Λουκρήτιου καθίσταται ακόμη πιο εύγλωττη αν την αντιπαραβάλουμε με τη στωική αντιμετώπιση των μη ανθρώπινων ζωών, αφού για τη Στοά ο άνθρωπος είναι το αγαπημένο τέκνο των θεών. Παρά τις επιμέρους διαφορές τους τα κυριότερα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής (στωικοί, περιπατητικοί) συμφωνούν ότι στην κορυφή της ιεραρχικής πυραμίδας της φύσης τοποθετείται πάντα το ανθρώπινο ον. Μολονότι τους αναγνωρίζονται ορισμένες δεξιότητες και κάποιος συναισθηματικός κόσμος, τα ζώα, επειδή δεν μετέχουν του λόγου, δεν μπορούν να θεωρηθούν άξια σεβασμού και ηθικής αντιμετώπισης, δεν έχουν τίποτε το θεϊκό κλπ.

Ωστόσο για τον ποιητή μεταξύ όλων των έμψυχων και «άψυχων» πλασμάτων υπάρχει ένας αδελφικός δεσμός, καθώς είναι ισότιμα τέκνα της ίδιας μάνας γης και του ίδιου πατέρα ουρανού. Κατά συνέπεια υφίσταται μια σχέση ηθικής και οντολογικής ισότητας και επομένως αναιρείται εκείνη η ασυνέχεια την οποία επιζητούσε και εκθείαζε ο κυρίαρχος ανθρωποκεντρισμός. Εξού και στα ζώα παρατηρούμε όλον εκείνο τον ψυχικό πλούτο που συναντάμε και στον άνθρωπο: νιώθουν έρωτα και ηδονή, ορμή για ζευγάρωμα, φόβο, πόνο και χαρά, στοργή, θλίψη και απελπισία, ονειρεύονται. Ούτε η ομιλία απουσιάζει από τα ζώα, καθώς εκφράζουν με αλλιώτικους ήχους και διαφορετικές φωνές τα συναισθήματά τους και τις ψυχικές καταστάσεις τους.

Στη λουκρήτεια σύνθεση έχουμε μια ενδιαφέρουσα περίπτωση συμμετοχικής παρατήρησης της συμπεριφοράς των ζώων, μια εποικοδομητική προσπέλαση του εσωτερικού και ψυχολογικού κόσμου τους και των σχέσεών τους με το ανθρώπινο βασίλειο. Ο στοχασμός του Λουκρήτιου αναφορικά με τα ζώα υπερβαίνει την περιέργεια και τη συμπάθεια του απλού ερασιτέχνη, για να οδηγηθεί σε μια αυθεντικά ηθολογική οπτική, με ξεχωριστό ενδιαφέρον για ζητήματα ζωοψυχολογίας.

Κι όχι μόνο αυτό, αλλά, για τον Λουκρήτιο, η ανθρώπινη συνθήκη είναι κατώτερη εκείνης των ζώων: αν ο άνθρωπος εμφανίστηκε τελευταίος στην ιστορία της γήινης ζωής, αυτό δεν συνέβη γιατί είναι το καλύτερο ή το πιο θεϊκό πλάσμα, αλλά γιατί η γη είχε κουραστεί πλέον να δημιουργεί.Η όποια σύγκριση μεταξύ ανθρώπων και ζώων αποβαίνει πάντα σε βάρος των πρώτων, καθώς είναι πλάσματα ατελή σε σχέση με τα δεύτερα. Είναι ενδεικτικό πως ο ερχομός του ανθρώπου στον κόσμο συγκρίνεται με το ξέβρασμα στην ακτή ενός ναυαγού και το πένθιμο κλάμα του δεν είναι παρά το προμήνυμα του κακού και των ταλαιπωριών που πρόκειται να ζήσει.

Ενδεχομένως στο ποίημα να μην έχουμε τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων των ζώων όπως την εννοούμε σήμερα, αλλά δεν μπορούμε να παραβλέψουμε πως τα ζώα υψώνονται σχεδόν στο επίπεδο του «προσώπου». Ακόμη και όταν δυσκολευόμαστε να αναγνωρίσουμε στον Λουκρήτιο έναν πρόδρομο του αντιειδισμού, οφείλουμε να του αναγνωρίσουμε την ευαισθησία που χαρακτηρίζει τη σημερινή αντιειδιστική σκέψη και που μας επιτρέπει να κοιτάζουμε τον κόσμο ως μια ενιαία πραγματικότητα, αποτελούμενη από πολύμορφα έμψυχα όντα τα οποία μοιράζονται την ίδια καταγωγή, την ίδια σύνθεση και ένα κοινό πεπρωμένο, μακριά από τις όποιες αξιακές διαφοροποιήσεις.

Τρία είναι τα σημεία στα οποία θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή. Το πρώτο αφορά την κάθετη απόρριψη των αιματηρών θυσιών από την πλευρά του Λουκρήτιου – και επειδή γνωρίζουμε τον πολυδιάστατο ρόλο των ζωικών θυσιών για τη λειτουργία της πόλης θα πρέπει να στοχαστούμε τι σήμαινε η στάση του ποιητή. Δεν είναι μόνο ότι οι αιματηρές θυσίες επιδρούν αρνητικά στην αταραξία της ψυχής. Τις συνέπειες των δεισιδαιμονιών και της εσφαλμένης αντίληψης περί ευσέβειας, μεταξύ των οποίων συναντάμε τις αιματηρές θυσίες, μπορούμε να τις αντιληφθούμε φέρνοντας δίπλα δίπλα τις δυο εικόνες που μας περιγράφει διεξοδικότερα: της θυσίας της Ιφιγένειας και εκείνης του μικρού μοσχαριού. Η θυσία της Ιφιγένειας του προκαλεί αποτροπιασμό, όπως αποστροφή τού προκαλεί και η θυσία του αθώου ζώου. Αλλά, ενώ τα συναισθήματα των ζώων κερδίζουν τη συμπάθειά μας, δεν συμβαίνει το ίδιo για τα ανθρώπινα πάθη. Η αντίθεση μεταξύ ζώου και ανθρώπου όχι μόνο αναδεικνύεται, αλλά έρχεται να υπογραμμίσει και την ανωτερότητα του συναισθηματικού κόσμου του πρώτου εν σχέσει προς εκείνον του δεύτερου: ο Αγαμέμνονας παραμένει απαθής μπροστά στον θάνατο της κόρης του, ενώ η μητέρα-αγελάδα αναζητά παντού το μονάκριβο τέκνο της, που της το στέρησε η θρησκεία. Έτσι, αντιπαραβάλλοντας τη στάση του Αγαμέμνονα με εκείνη της αγελάδας, μπορούμε να μιλήσουμε για μια διδακτική αντίθεση μεταξύ δύο τρόπων σεβασμού της συμφωνίας γονέων-τέκνων: θυσιάζοντας την ίδια του την κόρη, ο βασιλιάς προβαίνει σε μια δόλια και ανησυχητική παραβίαση του δεσμού που υφίσταται μεταξύ γονέα και τέκνου· αντιθέτως, η δαμάλα, αγωνιζόμενη απελπισμένα να ανταποκριθεί στον ρόλο της μητέρας με τον οποίο την επιφόρτισε η φύση, παρουσιάζεται ως πρότυπο ηθικότητας. Αν ο Αγαμέμνονας γίνεται το σύμβολο της ανθρώπινης ψυχής που έχει υποδουλωθεί στον φόβο του θανάτου, η αγελάδα ενσαρκώνει το ανθρώπινο πνεύμα που παραμένει πιστό στα κελεύσματα της φύσης.

Το δεύτερο είναι η καταδίκη της χρήσης των ζώων για πολεμικούς σκοπούς. Ο Λουκρήτιος περιγράφει τα φονικά εργαλεία που επινόησε ο άνθρωπος για να ικανοποιήσει την επιθετικότητά του: πρώτα τα άψυχα, τα ορειχάλκινα και τα σιδερένια όπλα· μετά τα έμψυχα, τα άλογα, οι κάπροι, οι ελέφαντες. Το ζώο μετατρέπεται σε εργαλείο θανάτου. Ακόμη και αυτή την ικανότητα να διδάσκουν και να εκπαιδεύουν οι άνθρωποι την αλλοίωσαν και την κατέστησαν κάτι το ολέθριο, αφού μετέτρεψαν κάποια ζώα σε πολεμικές μηχανές, με την αυταπάτη ότι θα μπορούσαν να δαμάσουν ταύρους, λιοντάρια και αγριόχοιρους, για να τους ξαμολήσουν στη συνέχεια εναντίον των εχθρών τους και να τους βυθίσουν στο πένθος. Αλλά τα θηρία, που έμοιαζαν εξημερωμένα, στην καρδιά της μάχης άρχιζαν να εξοντώνουν αδιακρίτως φίλους και εχθρούς προκαλώντας ένα μακελειό. Ο Λουκρήτιος περιγράφει με ρεαλισμό αυτούς τους πολέμους που επιχείρησε ο άνθρωπος με τη χρήση όχι μόνο ζώων που ζούσαν κοντά του, αλλά και πολλών από εκείνα που θα ήταν προτιμότερο να αποφεύγει. Εδώ τα ζώα, υποζύγια και άγρια, είναι τα απόλυτα θύματα των αρνητικών συναισθημάτων που εκδηλώνει το ανθρώπινο πλάσμα. Το απόσπασμα έχει «μια προφητική δύναμη», ως εάν ο Λουκρήτιος να είχε συλλάβει τη στενή σχέση μεταξύ της τεχνικής-επιστημονικής πορείας της ανθρωπότητας και της οικοδόμησης μιας ισορροπημένης σχέσης με εκείνο το φυσικό και ζωικό σύμπαν του οποίου ο άνθρωπος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος.

Το τρίτο εστιάζεται στη διαδικασία αποσύνθεσης στην οποία είναι καταδικασμένα όλα τα πλάσματα, ανθρώπινα και μη. Ο θάνατος του ανθρώπινου ζώου οφείλεται στη διάσπαση των ατόμων από την ένωση των οποίων είχε προκύψει, και δεν μπορεί να ξεφύγει ούτε από την οικουμενική διατροφική αλυσίδα, καθώς γίνεται λεία των άγριων θηρίων, των αρπακτικών ακόμη και των σκουληκιών, αφού από το νεκρό ανθρώπινο σώμα σε αποσύνθεση δημιουργούνται τα σκουλήκια. Τοποθετώντας ανθρώπους και σκουλήκια στο ίδιο οντολογικό επίπεδο, ο Λουκρήτιος εξισώνει με προκλητικό τρόπο τις συνθήκες ζωής τους. Με άλλα λόγια αποδεικνύει ότι η διαφορά μεταξύ των δύο δεν είναι οντολογική, αλλά έγκειται στον συμπτωματικό-τυχαίο χαρακτήρα των συναντήσεων ορισμένων ατόμων που ζωοποιούν έναν δεδομένο χώρο σε κάποια δεδομένη στιγμή.

Ο Λουκρήτιος είναι ο πρωτεργάτης ενός από τα πλέον εντυπωσιακά εγχειρήματα υπέρβασης του ανθρωποκεντρισμού που έλαβαν ποτέ χώρα στην ιστορία του αρχαίου πολιτισμού και μάλιστα στο συγκεκριμένο ζήτημα έδειξε μεγαλύτερη ευμένεια από τους υπόλοιπους επικούρειους, οι οποίοι είχαν υιοθετήσει απέναντι στα ζώα μια ωφελιμιστική θέση, υποστηρίζοντας την ανάγκη να φονεύουμε τα βλαβερά και επικίνδυνα ζώα, αλλά και μερικά ήμερα και οικόσιτα, ώστε να αποφεύγεται ο ανεξέλεγκτος πολλαπλασιασμός τους. Ακόμη και για τον Επίκουρο τα ζώα αποκλείονται από τη σφαίρα των δικαιωμάτων, εξαιτίας της ανικανότητάς τους να συνάπτουν συμφωνίες που να δεσμεύουν αμοιβαία. Κι όμως χάρη στην ελεύθερη βούληση, στην «παρέγκλισιν», για τον Λουκρήτιο και τα ζώα έχουν την ικανότητα να δουν το συμφέρον τους και μπορούν να «συνάψουν συμφωνίες συνεργασίας».

Η κριτική του ανθρωποκεντρισμού έχει ως στόχο να δείξει ότι η φύση στερείται οποιασδήποτε τελολογίας ευνοϊκής για τον άνθρωπο –το ανθρώπινο ον δεν είναι ο αποκλειστικός πρωταγωνιστής του κόσμου, το αποκορύφωμα της δημιουργίας, το μέτρο πάντων των πραγμάτων– και βρίσκει την κατηγορηματική διατύπωσή της στην παρατήρηση πως αποκλείεται να έπλασε τη φύση για χάρη μας κάποια θεϊκή δύναμη: είναι πολλές οι ατέλειές της. Για τον ποιητή, οι θεοί δεν ασχολούνται με τον άνθρωπο ούτε καταγίνονται με τη διακυβέρνηση του κόσμου, αλλά ζουν σε μια κατάσταση ήρεμης αδιαφορίας στα διαστήματα μεταξύ των κόσμων. Οι κόσμοι που δημιουργούνται εξαιτίας της παρεγκλίσεως των ατόμων είναι καταδικασμένοι να χαθούν και να παραχωρήσουν τη θέση τους σε νέους κόσμους. Σε μια παρόμοια κοσμοθεώρηση δεν χωράει ούτε ο γαιοκεντρισμός ούτε ο ανθρωποκεντρισμός.

Κλείνοντας θα υπογραμμίσω δύο από τα στοιχεία που καθιστούν επίκαιρη τη φιλοσοφική κοσμοθεώρηση του De rerum natura. Το ένα είναι η ηθική διάστασή του: αν και στην ηθική δεν γίνονται παρά σπάνιες αναφορές, ηθικό είναι το ύφος όλου του έπους και ο σκοπός του είναι η κατάκτηση της γαλήνης απέναντι στους φόβους των θεών, μιας ευδαιμονίας που δεν είναι αποτελεί δωρεά της θείας πρόνοιας, αλλά προσωπικό κατόρθωμα που προϋποθέτει την κατανόηση της πραγματικότητας του κόσμου· με δύο λόγια την κατάλληλη γνωσιολογία και τη σωστή φυσική που απαιτούνται για να κατευνάσουμε τις αγωνίες μας και να ηρεμήσουμε την ψυχή μας, για το κτίσιμο μιας ηθικής που θα είναι Οδηγός Πρακτικής Συμπεριφοράς και Προσωπικής Ευτυχίας. Για να δύναται όμως η γνώση να οδηγήσει σε μια ηθική συμπεριφορά, είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε το κοσμολογικό στάτους και των άλλων πλασμάτων και όχι μόνο του ανθρώπου, να διακρίνουμε τον κοινό βιολογικό ορίζοντα παροδικότητας που συνέχει τα όντα.

Το δεύτερο στοιχείο αφορά την οικοσυστημική αντίληψη που προτάσσει το ποίημα. Βρισκόμαστε μπροστά σε έναν πραγματικό ύμνο της αναγνώρισης της βιοποικιλότητας που χαρακτηρίζει τη φυσική έμψυχη και «άψυχη» πραγματικότητα, σε ένα φιλοσοφικό πνεύμα με ξεχωριστή περιβαλλοντική ευαισθησία. Για τον Λουκρήτιο, η γνώση των στοιχείων του επιστητού συνιστά τη βάση πάνω στην οποία αναπτύσσεται το συναίσθημα της συμπόνιας για το κάθε ον. Το κάθε πλάσμα έχει τη δική του αυταξία, τη δική του ξεχωριστή ζωή, γιατί δεν δημιουργήθηκε ούτε προς όφελος εκείνου ή του άλλου, ούτε για τον άνθρωπο, και επομένως θα πρέπει να του αναγνωρίζεται το δικαίωμα στην ηθική θεώρηση. Η «σοφή οικοσυστημική οπτική» του Λουκρήτιου, καθώς βλέπει όλα τα όντα ως ισότιμα μέλη ενός σφαιρικού οργανισμού θεμελιωμένου στις σχέσεις μεταξύ των ειδών και του περιβάλλοντος, σύμφωνα «με μια κυκλική διαδικασία μετασχηματισμού», παρουσιάζει αναλογίες με τη «σύγχρονη περιβαλλοντική επιστήμη». Στο φως αυτής της φιλοσοφικής στάσης είναι σαφές ότι δεν μπορούμε να μιλήσουμε για αυθεντικό φιλοσοφικό βίο αδιαφορώντας για την οικοδόμηση μιας ενάρετης σχέσης με τα ζώα και τη φύση που μας περιβάλλει.

16/02/2023
Διαχείριση Κυαναυγής