Μιχαήλ Μητσάκης - Το κάρρο των αιμάτων

Διήγημα του Μ.Μ. από το 1894.
Εικόνα
Το κάρρο των αιμάτων
Body

Γκρα, γκρα, γκρα περνά με τους τέσσαρας μικρούς τροχούς του, με το μακρουλό του κασσόνι, που το σέρνει ένα μόνον άλογον και το οδηγεί ένας μόνον άνθρωπος – το κάρρο των αιμάτων.

Και ο άνθρωπος και το άλογο και το κασσόνι και οι τροχοί είναι όλα βουτημένα στο αίμα, στο αίμα το κόκκινον, στο αίμα το αχνίζον, στο αίμα που στάζει στάλες-στάλες κάτω στη γη, σαν ένας-ένας στεναγμός των τόσων θυμάτων που το έχασαν, η ψυχή των λες και πτερυγίζει επάνω στο αίμα εκείνο το κόκκινον, στο αίμα το αχνίζον…

Και είνε όλα φρικώδη, όλα άγρια, όλα ειδεχθή την όψιν και ο άνθρωπος και το άλογο και το κασσόνι και οι τροχοί έτσι καθώς είνε βουτιγμένα στο αίμα.

Κ’ αιματοβαμμένον, απαίσιον, φρικώδες το κάρρο των αιμάτων διασχίζει τους δρόμους, τας πλατείας, τας εξοχάς και τρέχει να φθάση εκεί όπου η άσπλαχνος, η ανηλεής μάχαιρα, η μάχαιρα του δημίου –του μακελλάρη ήθελα να είπω– πλήττει δολοφονικώς τ’ αθώα, τ’ ανύποπτα θύματα, τα οποία υπό τα άνανδρα εκείνα κτυπήματα πίπτουν στενάζοντα, αγωνιώντα, ασπαίροντα…

Φθάνει εκεί το απαίσιον φορείον και παραλαμβάνει το φορτίον του, το οποίον σύγκειται από τόσα νωπά, σπαρταριστά, στενάζοντα, ούτως ειπείν, ακόμη σώματα, σώματα γδαρμένα, φρικώδη ελεεινά, αγνώριστα, τα οποία έχουν ακόμη τους τελευταίους τιναγμούς των μυών των, και κατάκεινται, άλλα ύπτια, άλλα πρινή, άλλα πλαγιασμένα με το ένα πόδι κομμένο και αλλού πεταμένο, με το άλλο κρεμασμένο έξω, με το κεφάλι γυρμένο προς τον ουρανό, και τα μάτια oρθάνοιχτα και φρικωδώς ατενίζοντα, έτσι καθώς ήσαν γυμνά από το δέρμα που τα εσκέπαζε – λες και έβλεπαν ακόμη τον φρικαλέον εκείνον τόπον, το σφαγείον.

Και εις κάθε τίναγμα του κάρρου τα πλαδαρά, τα λιπώδη εκείνα κρέατα τινάζονται, ταλαντεύονται και αυτά.

Και το αιματοβαμμένο, το φρικώδες εκείνο κάρρο, όπου και αν διαβαίνη, αφίνει πίσω του λωρίδα αίματος και σκορπίζει γύρω την βαρείαν οσμήν του νωπού του φορτίου.

Παρέκει, εις το αντικρυνό μέρος βλέπω να προβαίνουν δύο λευκοφορεμένες δεσποινίδες· το μαγικόν χρώμα που σκορπίζει ολόγυρα η Κερκυραϊκή φύσις εστεφάνωσε το τρυφερό τους πρόσωπο, το βελουδένιο.

Σταματούν και αφίνουν τόπο να διαβή το αιματοκυλισμένο κάρρο και το κυττάζουν και το παρατηρούν με απάθεια, που δεν αρμόζει εις ευαίσθητα φυλλοκάρδια.

Χίλιες δυο αντίθεσες γεννώνται εις τον νουν μου· εικόνες φρίκης και καλλιτεχνικής εξάρσεως, εικόνες ζωής και θανάτου προβάλλουν εμπρός μου. Και το απαίσιον εκείνο γκρα-γκρα του καταφορτωμένου, του αιματωμένου κάρρου διαπερνά τα ώτα μου ως τρανταγμός της κολάσεως. Και στρέφω το πρόσωπον από το άλλο μέρος και βλέπω την ώμορφη φύσι να γελά και να καμαρώνεται με το ηλιόλουσμά της και φαιδρύνεται η καρδιά μου, ενώ το κάρρο των αιμάτων διασχίζει τους δρόμους για να φθάση γοργά εκεί όπου τα άλλα πτώματα κομματιάζονται, ζυγίζονται και παραδίδονται εις τα σαρκοβόρα λογικά.

25/05/2023
Διαχείριση Κυαναυγής